- συγκλώ
- -άω, Α1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ' ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.)2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω3. παθ. συγκλῶμαι, -άομαια) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένοςβ) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις) τσακίζομαι, συντρίβομαι («τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κλῶ «θραύω, σπάζω, συντρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.