συγκλώ

συγκλώ
-άω, Α
1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ' ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.)
2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω
3. παθ. συγκλῶμαι, -άομαι
α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος
β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις) τσακίζομαι, συντρίβομαι («τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κλῶ «θραύω, σπάζω, συντρίβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκλῶ — συγκλάω break pres imperat mp 2nd sg συγκλάω break pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συγκλάω break pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συγκλάω break pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) συγκλάω break pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • συγκλασμός — ὁ, Α [συγκλῶ] θραύση πολλών πραγμάτων μαζί …   Dictionary of Greek

  • σύγκλαση — η / σύγκλασις, άσεως, ΝΑ [συγκλῶ] νεοελλ. (πετρογρ.) χάσμα ή ρωγμή στη μάζα ενός πετρώματος η οποία προκαλείται από συρρίκνωσή της αρχ. θραύση πολλών πραγμάτων μαζί …   Dictionary of Greek

  • σύγκλασμα — τὸ, Α [συγκλῶ] (κατά τον Ησύχ.) «σύντριμμα, λύγισμα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”